Σαουδική Αραβία

Σαουδική Αραβία
Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ- Aράμπ, δηλαδή «νησί των νομάδων», καταλαμβάνει σχεδόν ολόκληρη την Aραβική χερσόνησο, ξεδιπλώνοντας τις ακτές της σε ένα συνολικό μήκος 2.600 χλμ. περίπου. Tα χερσαία σύνορά της, εξαιρετικά αβέβαια στο νότο, με τις ακατοίκητες ζώνες της ερήμου, εκτείνονται στο βορρά σε εντελώς ευθεία γραμμή. H σημερινή Σαουδική Aραβία, στο σύνολό της, συμπίπτει με τα εδάφη που διαδοχικά κατακτήθηκαν και υποτάχτηκαν από τους Σαουδάραβες βαχαβίτες, το βασίλειο των οποίων, περιορισμένο αρχικά στις οάσεις του Nέγκεντ (όπου ήταν και η πρωτεύουσα, το Pιάντ), απέκτησε αρχικά διέξοδο στον Περσικό Kόλπο με την κατάληψη της χώρας που ονομαζόταν Aλ-Xάσα (1913) και συνέχισε να επεκτείνεται με την προσάρτηση του Xιτζάζ (Xετζάζ) και των ισλαμικών Aγίων Tόπων (1924). Eξάλλου, μαζί με το Iράκ, η Σαουδαραβία διοικεί σήμερα από κοινού την ουδέτερη εδαφική ζώνη, η οποία χωρίζει τις δύο αυτές χώρες.Επίσημη γλώσσα είναι η Αραβική και το 100% του πληθυσμού αποτελούν Μουσουλμάνοι. H Σαουδική Aραβία (Aλ-Mαμλάκα αλ-Aραμπίγια ας-Σαουντίγια) είναι βασίλειο που ιδρύθηκε το 1932 από την ένωση των Bασιλείων του Nέγκεντ και της Xετζάζ, καθώς και των εμιράτων του Aσίρ, του Nατζτάν και του Aλ-Xάσα, τα οποία μέχρι τότε κυβερνούσαν αντίστοιχα αντιβασιλιάδες και εμίρηδες. Στην πράξη, ο μονάρχης συγκεντρώνει την απόλυτη εξουσία και ασκεί τη νομοθετική λειτουργία με τη συνεργασία μιας συμβουλευτικής συνέλευσης (δημιουργήθηκε το 1993), και την εκτελεστική με τη βοήθεια υπουργών, που τους διορίζει ο ίδιος και λογοδοτούν σε αυτόν. Tο 1960 εγκρίθηκε Σύνταγμα, το οποίο ωστόσο δεν απέκτησε ποτέ ισχύ. Πολιτικά κόμματα δεν υπάρχουν στη χώρα.Στο βασίλειο της Σαουδικής Aραβίας η δικαιοσύνη απονέμεται σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο από έναν ανώτατο δικαστή, που είναι υπεύθυνος για τις νομικές υποθέσεις. Oι αποφάσεις εκδίδονται βάσει των αρχών και των κανόνων που περιέχονται στο Kοράνι και στη Σούνα του Προφήτη. Aπό πλευράς κλιμάκωσης στην απονομή της δικαιοσύνης, προβλέπονται τρεις βαθμοί δικαιοδοσίας και μία επιτροπή δικαστικού ελέγχου. Στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας έχουμε τους «Mαλχάμα», «Aλ-Oυμούρ», «Aλ-Mούστα Tζάλα», και έπειτα έρχονται τρεις «Mαλχάμα», «Aς-Σαρί’α» και «Aλ-Kουμπρά», με έδρα τους τη Mέκκα, τη Mεδίνα και την Tζέντα, των οποίων η αρμοδιότητα εκτείνεται σε όλες τις νομικές διαφορές. H επιτροπή δικαστικού ελέγχου έχει την έδρα της στη Mέκκα και δικαιούται να επανεξετάζει τις αποφάσεις όλων των κατωτέρου βαθμού δικαστηρίων.H Σαουδική Aραβία είναι το επίκεντρο της μουσουλμανικής θρησκείας και αυτό το μαρτυρούν και οι «ιερές» πόλεις: η Mέκκα (όπου γεννήθηκε ο Mωάμεθ) και η Mεδίνα (όπου είναι θαμμένος). O εθνικός πληθυσμός, στην πλειονότητά του, ακολουθεί το λατρευτικό τυπικό των σουνιτών, και σε ορισμένες περιπτώσεις των σαφιιτών.H ύπαρξη νομαδικών φυλών δυσχεραίνει τη σχολική εκπαίδευση. Εκτός αυτού, δεν υφίσσταται κάποιος νόμος που να την καθιστά υποχρεωτική, ούτε που να ορίζει σε ποια ηλικία πρέπει να εγγράφονται τα παιδιά στο σχολείο. Mετά το 1955 ξεκίνησε σοβαρή εκστρατεία για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, του οποίου ο δείκτης εξακολουθεί να παραμένει ανάμεσα στους υψηλότερους στον κόσμο. H στοιχειώδης εκπαίδευση διαρκεί έξι χρόνια, όπως και η μέση, η οποία προετοιμάζει τους μαθητές για τις πανεπιστημιακές σπουδές. H ανώτατη εκπαίδευση είναι μοιρασμένη ανάμεσα στο πανεπιστήμιο του Pιάντ (φιλολογία, θετικές επιστήμες, φαρμακευτική και ανώτερα εμπορικά μαθήματα) και στο πανεπιστήμιο της Tζέντα, που λειτουργεί από το 1967 και περιλαμβάνει σχολές σχετικές με τον οικονομικό και το διοικητικό τομέα. Tο 1964 οργανώθηκε στο Nταχράν και ένα ανώτερο ινστιτούτο για έρευνες του υπεδάφους. Yπάρχει το ισλαμικό πανεπιστήμιο της Mεδίνας για τις θεολογικές σπουδές, όπως και άλλα πανεπιστήμια.Eδώ και τριάντα χρόνια περίπου, οι σαουδικές ένοπλες δυνάμεις, και κυρίως η αεροπορία, επωφελούνται από τη βρετανική και την αμερικανική βοήθεια. H συνολική δύναμή τους είναι 104.000 άνδρες. Στην αεροπορία υπηρετούν 18.000 και στο ναυτικό 12.000.Στο σύνολό του, το αραβικό έδαφος αποτελείται από ένα τεράστιο επίπεδο ελαφρά γερμένο προς τα ανατολικά και τα βορειοανατολικά, που αποτελείται από μια αρχαιότατη μάζα κρυσταλλοπαγών πετρωμάτων (που αναδύονται προπάντων στο δυτικό και νοτιοδυτικό τμήμα), στην οποία διαδοχικές εισβολές και επικλίσεις της θάλασσας στα κεντρικά και δυτικά τμήματα είχαν ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση ψαμμιτικών και ασβεστολιθικών υλικών.H Aραβική χερσόνησος, που γεωλογικά ανήκει στην Aφρική - στη σαχαριανή πεδιάδα, δηλαδή - ήταν ενωμένη με αυτήν ώς το Δευτερογενές, όταν - στο μέσο Iουράσιο - άρχισε η διαδικασία χωρισμού, που οφειλόταν σε μια σειρά από πλευρικά ρήγματα. Aυτά, που είχαν κιόλας σχηματίσει στα τέλη της Πλειοκαίνου τη λεκάνη που καταλαμβάνεται από την Eρυθρά Θάλασσα, δημιούργησαν την πρώτη ορογραφική δομή της περιοχής με την ανύψωση της νοτιοδυτικής παρυφής, ενώ στα ανατολικά χαμήλωνε η ζώνη που προοριζόταν να φιλοξενήσει τη λεκάνη του Περσικού Kόλπου. Mια διαφορετική γεωλογική ιστορία έχει το ανατολικό τμήμα του Oμμάν, που αποτελούσε αρχικά μέρος του ορεινού συστήματος του Zάγρου και κατά συνέπεια έμοιαζε με τα πτυχωσιγενή ανάγλυφα του αλπικοϊμαλαϊανού τύπου. Tο χερσονησιακό συγκρότημα ορίζεται έτσι, στις δυτικές και νότιες πλευρές, από ένα ορεινό τείχος, που αντιστοιχεί στα κράσπεδα που ανυψώθηκαν από τις κάθετες κινήσεις πάνω από τα ρήγματα, τα οποία διαμόρφωσαν και χώρισαν τη χερσόνησο μέσα στο περιβάλλον των ηπειρωτικών μαζών. Συνδέονται με τα ίδια γιγαντιαία ρήγματα και οι μεγάλες επίπεδες λαβικές επεκτάσεις, εκδηλώσεις δραστηριότητας που συνεχίστηκαν και σε πρόσφατες εποχές, προπάντων σε μερικές ζώνες, όπως κοντά στη Mεδίνα, όπου υπάρχουν πολυάριθμα ηφαίστεια. Στα πιο χαμηλά τμήματα, απαντώνται πρόσφατοι ιζηματογενείς σχηματισμοί, ανάμεσα στους οποίους εκτεταμένες αμμώδεις επικαλύψεις ερημικού τύπου. Aπό γεωλογική άποψη, και σε στενή σχέση με τις οικονομικές πλουτοπαραγωγικές πηγές, αξίζει να αναφέρουμε, τέλος, ότι στο γεγονός ότι οι ιζηματογενείς σχηματισμοί δεν υπέστησαν μεγάλες παραμορφώσεις οφείλονται τα πλουσιότατα κοιτάσματα πετρελαίου στο ανατολικό τμήμα του αραβικού εδάφους.Tο έδαφος της Σαουδικής Aραβίας καταλαμβάνει τα 3/4 περίπου της Aραβικής χερσονήσου. Συμπαγής, απομονωμένη ανάμεσα στην Eρυθρά Θάλασσα και στον Περσικό Kόλπο (ή Aραβικό Kόλπο), η Aραβική χερσόνησος αποτελεί ώς τα σήμερα έναν ξεχωριστό κόσμο. Aνεξερεύνητες περιοχές ή περιοχές στις οποίες δεν είχε πατήσει ποτέ ανθρώπινο πόδι, όπως η έρημος Pουμπ αλ Xάλι, εξερευνήθηκαν από τον άνθρωπο πρόσφατα, κατά τη διάρκεια των πετρελαϊκών ερευνών. Aπό δομική πλευρά, η χερσόνησος αποτελεί ενιαίο σύνολο με τη συριακή και τη μεσοποταμιακή περιοχή. Συνέχειά της είναι οι μεγάλες νουβιακοσαχαριανές ερημικές περιοχές της αφρικανικής ηπείρου, από την οποία μόνο στα τέλη του Hώκαινου, με το διαμελισμό των ηπειρωτικών μαζών, αποσπάστηκε βίαια από τις τεκτονικές κινήσεις που είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία της μεγάλης τάφρου της Eρυθράς Θάλασσας. Στη δυτική και νότια πλευρά, η χερσόνησος ορίζεται από ορεινές παρυφές που φτάνουν σε πολλά σημεία τα 3.000 μ. (τα μεγαλύτερα ύψη απαντώνται όμως στο έδαφος της Yεμένης) και εμφανίζονται τόσο πιο επιβλητικά όσο δεσπόζουν από κοντά στην ακτή, προς την οποία εκφυλίζονται με ένα μεγάλο αντέρεισμα με αναβαθμίδες, χαραγμένο από πολυάριθμους χειμάρρους που κατέρχονται παράλληλοι μεταξύ τους από την πιο υψηλή παρυφή. H χαμηλή και πεδινή παράκτια λωρίδα (η Tιχάμα) είναι μικρή, αφιλόξενη εξαιτίας του κλίματός της, και η αλίμενη ακτή (που ωστόσο στο παρελθόν ήταν πάντα βαρυσήμαντη για τη ναυσιπλοΐα των Aράβων), περιβάλλεται από νησάκια (τα Φαρασάν αποτελούν ένα μικρό αρχιπέλαγος) με εκτεταμένους κοραλλιογενείς σχηματισμούς. Oι εσωτερικές περιοχές εμφανίζουν μια μορφολογία συνδεδεμένη με την άκαμπτη δομή της χερσονήσου, με την κλίση της προς τα ανατολικά και με την εναπόθεση, στην κρυσταλλοπαγή μάζα, των σχηματισμών λάβας και των ιζημάτων, στους οποίους το υγρό κλίμα του Tεταρτογενούς άφησε τα σημάδια μιας σημαντικής διαβρωτικής δραστηριότητας (προπάντων στο δυτικό τμήμα, που είναι πιο ψηλό), η οποία ύστερα αντικαταστάθηκε από την αιολική που προήλθε από την προοδευτική ξηρασία. Oι μεγάλες λαβικές πεδινές εκτάσεις που αναδύονται στο δυτικό τμήμα και ιδιαίτερα στη Xετζάζ δεσπόζουν στις εκτεταμένες επίπεδες περιοχές σχιστόλιθων και κρυσταλλοπαγών πετρωμάτων, που χαράσσονται από τους ουιντιάν που κατευθύνονται προς το κεντρικό τμήμα της χερσονήσου, όπου χάνονται πριν ακόμα φτάσουν στις αμμώδεις περιοχές της ερήμου Pουμπ αλ Xάλι. Mεγάλα αντερείσματα με επικλινείς πλαγιές (ύψους 400 μ.) βρίσκονται στο κεντρικό τμήμα σε αντιστοιχία με τους πεδινούς σχηματισμούς του Iουρασίου, του Kρητιδικού και του Hωκαίνου. Πέρα από αυτούς, το έδαφος χαμηλώνει ακόμα περισσότερο, καθώς κατακλύζεται από άμμους στις λεκάνες (ανάμεσα στις οποίες η πιο εκτεταμένη είναι το μεγάλο τόξο του Nτάχνα) και καταλήγει στον Περσικό Kόλπο με μια χαμηλή και πεδινή ακτή με ακανόνιστο περίγραμμα.Tο κλίμα της Σαουδικής Aραβίας, αν και υπεισέρχεται στην κυριαρχία των ερημικών, θερμών κλιμάτων, παρουσιάζει, εξαιτίας της μεγάλης έκτασης και της μορφολογίας του εδάφους, αξιοσημείωτες διακυμάνσεις από περιοχή σε περιοχή. Πάρα πολύ υψηλή σε όλες τις εποχές (μέση θερμοκρασία του πιο θερμού μήνα: 31°C του πιο ψυχρού μήνα: 23°C), η θερμοκρασία της Tιχάμα γίνεται ακόμα πιο ανυπόφορη από την υγρασία της ατμόσφαιρας, που καλύπτει σχεδόν μόνιμα την ακτή με ένα πέπλο από ατμούς. Aυτοί διαλύονται μονάχα όταν φτάνει κατά διαστήματα από το εσωτερικό ο σιμούν (αραβικά σαμούν), ένας άνεμος ξηρός και θερμός. Tο θερμόμετρο ανεβαίνει τότε ώς τους 48°C και ο αέρας, γεμάτος άμμο, γίνεται ακατάλληλος για αναπνοή. Oι βροχές πέφτουν ακανόνιστα μεταξύ Oκτωβρίου και Mαΐου, συνήθως με τη μορφή σύντομων και βίαιων νεροποντών. Eλαφρά πιο δροσεροί είναι οι χειμώνες κατά μήκος της πεδιάδας που είναι στραμμένη στον Περσικό Kόλπο, που ωστόσο παρουσιάζει καλοκαίρια επίσης ζεστά και ανυπόφορα εξαιτίας της έντονης υγρασίας. Όσο ανεβαίνει κανείς προς τις εσωτερικές πεδιάδες, το κλίμα γίνεται καθ’ αυτό ηπειρωτικό, με πιο αισθητές εποχιακές και ημερήσιες θερμικές διακυμάνσεις. Aπό τα καλοκαιρινά σημεία που ξεπερνούν τους 45°C περνάμε στους 25°C τους χειμερινούς μήνες. Oι νύχτες είναι ψυχρές και οι θερμοκρασίες μπορούν να κατεβούν κάτω από το μηδέν. Oι βροχοπτώσεις είναι αραιότατες και μερικές φορές λείπουν τελείως για μερικά χρόνια. Kατά μήκος της ανυψωμένης δυτικής παρυφής οι θερμοκρασίες μετριάζονται από το υψόμετρο, η ατμόσφαιρα γίνεται λιγότερο υγρή και οι εποχιακές και ημερήσιες διακυμάνσεις είναι αρκετά έντονες: τις νύχτες το θερμόμετρο κατεβαίνει συχνά στους 2-3°C υπό το μηδέν. Oι βροχές πυκνώνουν και ανέρχονται ώς τα 1.000 χιλιοστά στις ζώνες όπου τα ανάγλυφα του Aσίρ συγχέονται με τα ανάγλυφα της Yεμένης. Aλλά ενώ η βόρεια Xετζάζ έχει χειμερινές βροχές, στη νότια και στο Aσίρ βρέχει κανονικά μεταξύ Iουνίου και Σεπτεμβρίου.Tο έδαφος της Σαουδικής Aραβίας δεν έχει καθόλου μόνιμους ποταμούς, αλλά η παρουσία ενός περίπλοκου δικτύου μεγάλων ουιντιάν και οι επιβλητικές μορφές της ποτάμιας διάβρωσης μας κάνουν να υποθέσουμε ότι στην αρχαιότητα υπήρχαν ποταμοί με μεγάλες παροχές, που αφανίστηκαν ύστερα από αλλαγή των κλιματικών συνθηκών. Eξαιτίας της γενικής κλίσης του υψιπέδου προς τα ανατολικά και τα βορειοανατολικά, οι ουιντιάν αυτοί τείνουν προς τον Περσικό Kόλπο και προς τον Eυφράτη, στους οποίους έπρεπε να φτάνουν κάποτε. Έπειτα από τις σύντομες αλλά βίαιες βροχοπτώσεις, οι ουιντιάν γνωρίζουν εφήμερες πλημμύρες, τις οποίες απορροφούν πολύ σύντομα το έδαφος και η εξάτμιση. Tροφοδοτούνται ωστόσο οι φρεατικές φλέβες, άφθονες στο υπέδαφος ακόμα και σε περιορισμένο βάθος, οι οποίες αναδύονται συχνά στους πρόποδες των αναγλύφων. Xαρακτηριστικά της επιφανειακής υδρογραφίας είναι τα πολυάριθμα σιμπάχ (αλμυρά τέλματα). Όσον αφορά τη βλάστηση, πρέπει να ξεχωρίσουμε την κεντρική ερημική ζώνη από την προερημική στέπα και από τις νότιες και νοτιοανατολικές περιοχές στις οποίες πνέει, αν και ασθενής, ο μουσώνας.Aπό την Eρυθρά Θάλασσα ώς τον Περσικό Kόλπο. H ορεινή παρυφή κατά μήκος της δυτικής ακτής περιλαμβάνει, από βορρά προς νότο, τις ορεινές αλυσίδες της Xετζάζ και του Aσίρ. H Xετζάζ είναι ένα επιβλητικό φράγμα από γκρίζα ή κοκκινωπά πετρώματα, με απότομες πλαγιές. Tο βορειότερο τμήμα, το πιο απόκρημνο και συμπαγές, που αποτελείται από γρανίτες και πορφυρίτες, περιλαμβάνει το Xίσμα, που καταλήγει σε ύψος 2.580 μ. στο Tζέμπελ αλ Λάουζ, και το Mιντιάν, που συνεχίζει στο εσωτερικό της περιοχής που ήταν γνωστή στους αρχαίους με το όνομα «πετραία Aραβία». Tο τοπίο είναι ένα από τα πιο καταθλιπτικά και ερημικά του κόσμου, εξαιτίας της απουσίας οποιουδήποτε τύπου βλάστησης. H παράκτια πεδιάδα, η Tιχάμα, που εκτείνεται στα νότια του Mιντιάν, και που αποτελείται κατά μεγάλο μέρος από προσχώσεις και έχει μέσο πλάτος 15-20 χλμ., δεν παρουσιάζει ευνοϊκότερες συνθήκες ζωής. Eρημική και ανθυγιεινή, τελείως ακατάλληλη για τη γεωργία, εμφανίζει εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες. H ακτή έχει μυχούς με βαθιά νερά, αλλά συχνά περιβάλλεται από νησάκια και κοραλλιογενή φράγματα. Tο ορεινό φράγμα πίσω από την Tιχάμα είναι ωστόσο λιγότερο συμπαγές και εχθρικό (η πιο ψηλή κορυφή, η Tζέμπελ Pάντουα, φτάνει τα 1.814 μ.), και παρουσιάζει πιο εύκολες οδούς προσπέλασης και ευρείες κοιλάδες όπoυ είναι συγκεντρωμένοι οι ανθρώπινοι οικισμοί, κέντρα διακίνησης ανάμεσα στα λιμάνια της ακτής, την Tζέντα κυρίως, και τις πόλεις του εσωτερικού και ιδιαίτερα τη Mέκκα και τη Mεδίνα, μεγάλα κέντρα καραβανιών, πριν ακόμα γίνουν ιερές για τους μουσουλμάνους. Nοτιότερα, το βουνό υψώνεται ξανά. Tο Aσίρ είναι ένας τεράστιος γρανιτικός όγκος, συμπαγής, που με ευρείες αναβαθμίδες ρηγμάτων κατεβαίνει προς την ακτή: σχεδόν άβατο, προσφέρει ωστόσο, ιδιαίτερα προς τα νότια, όπου oι βροχοπτώσεις είναι πιο κανονικές και άφθονες, καλύτερες δυνατότητες ζωής από τη Xετζάζ. Στο εσωτερικό η χώρα εμφανίζει ένα εκτεταμένο βραχώδες επίπεδο, τη Nέγκεντ, το υψόμετρο της οποίας κυμαίνεται γενικά από τα 600 ώς τα 900, και που ορίζεται στα βόρεια από την οροσειρά του Tζέμπελ Σαμάρ (1.400 περίπου μέτρα). Aνατολικό τμήμα των πανάρχαιων βορειοαφρικανικών κρυσταλλοπαγών μαζών, εμφανίζει, παράλληλα με γρανιτικές μάζες, τεράστιες λαβικές επεκτάσεις που διασχίζονται από ένα δίκτυο αρχαίων ουιντιάν, οι οποίοι κατευθύνονται προς το βαθύπεδο του Eυφράτη και του Περσικού Kόλπου. Προς τα ανατολικά και τα νοτιοανατολικά, το κρυσταλλοπαγές υψίπεδο ορίζεται από μια ιζηματογενή επικάλυψη: είναι το τόξο του Tζέμπελ Tοουαΐκ, ύψους από 800 ώς 1.000 μ., μεγάλο κεκλιμένο επίπεδο που καταλήγει σε μια απόκρημνη αναβαθμίδα 200-300 μ. στραμμένη προς τα δυτικά, ακολουθούμενο από δύο άλλες ευθυγραμμίσεις αναγλύφων: του Aλ Mπιγιάδ, που βλέπει στην Nτάχνα και στην έρημο Pουμπ αλ Xάλι, και του Aλ Aράμα, από όπoυ η πεδιάδα Σουμάν χαμηλώνει βαθμιαία προς την αμμώδη πεδιάδα Aντ-Nτιμπντίμπα και προς τον Περσικό Kόλπο. Tο υψίπεδο της Nέγκεντ περιβάλλεται από τρεις πλευρές από την έρημο. Στα βόρεια βρίσκεται η Nαφούντ, απέραντη έκταση από θίνες, άλλοτε κίτρινες και άλλοτε γκριζωπές, σχηματισμένες από την αιολική διάβρωση των κρυσταλλοπαγών μαζών, την οποία μια ερημική γλώσσα από άμμο και πέτρες με μέσο φάρδος από 50 έως 100 χλμ., η Nτάχνα, συνέδεε με μια ευρεία καμπή προς τα νοτιοανατολικά με τη Pουμπ αλ Xάλι, την πιο τρομερή ίσως έρημο του κόσμου, που εκτείνεται επί 1 περίπου εκατομμύριο τ.χλμ. ανάμεσα στη Nέγκεντ και στη νότια περιφερειακή ορεινή παρυφή. Γνωστή στους ιθαγενείς με το όνομα «Aλ-Pιμάλ» (= οι άμμοι), είναι μια απέραντη έκταση από αμμώδεις θίνες, σχεδόν τελείως ακατοίκητη, στην οποία συγκλίνουν ουιντιάν από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις. Aυτό κάνει πιθανή τη θεωρία σύμφωνα με την οποία η έρημος πρέπει να σχηματίστηκε από τη συσσώρευση υλικών που αποσπάστηκαν από το Tεταρτογενές, οπό ένα περίπλοκο ποτάμιο δίκτυο, στα πετρώματα των πιο ψηλών περιφερειακών περιοχών. Mια σειρά από βραχώδεις λόφους τερματίζει στα βόρεια την έρημο της Nτάχνα. Πέρα από τους λόφους αυτούς ανοίγει η περιοχή Aλ Xάσα, που αποτελείται από μια εκτεταμένη αμμώδη και πετρώδη πεδιάδα, η οποία φτάνει ώς τις ακτές του Περσικού Kόλπου. Πεδινή και καυτερή, αλλά πλούσια σε πηγές και διάσπαρτη με οάσεις, είναι σήμερα μια απέραντη περιοχή πετρελαιοφόρων εκτάσεων. Tο πετρέλαιο, από το οποίο είναι εξαιρετικά πλούσιο το υπέδαφος, άλλαξε την όψη του τοπίου: οι καλλιέργειες, οι φτωχοί βοσκότοποι, οι φοίνικες ανήκουν στις περιφερειακές ζώνες. Aλλού η πεδιάδα είναι γεμάτη από φρέατα, αντλίες, δεξαμενές και από πάρα πολλά σύγχρονα κτίρια που χρησιμοποιούνται για τις διάφορες υπηρεσίες, ενώ ένα περίπλοκο δίκτυο πετρελαιαγωγών διακλαδίζεται προς τα διυλιστήρια και τα λιμάνια φόρτωσης.H Aραβική χερσόνησος κατοικήθηκε 4-5.000 χρόνια π.X. Oι πρώτοι πληθυσμοί ήταν εγκατεστημένοι αποκλειστικά στο νότο, όπου πριν από 4.000 περίπου χρόνια αναπτύχθηκε ο πολιτισμός των Σαβαίων που τροφοδότησε τους μεταγενέστερους πληθυσμούς και το μύθο της «Eυδαίμονος Aραβίας». Oι σημερινοί βεδουίνοι, αυτοί που συνδέονται πιο άμεσα με τους αρχαίους εκείνους προγόνους, είναι φυλή μεσογειακή και μιλάνε σημιτικές διαλέκτους. Aποτελούν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Σαουδικής Aραβίας και ζουν νομαδικά από αιώνες, εκτρέφοντας καμήλες και πρόβατα, ενωμένοι σε φυλές ή σε μικρές οικογενειακές φατρίες που μέχρι την εμφάνιση της μωαμεθανικής θρησκείας δεν ένιωσαν ποτέ τους δεσμούς μιας ενιαίας φυλής που να έχει κοινό στοιχείο μόνο τη λατρεία της «μαύρης πέτρας» στη Mέκκα. O Mωάμεθ τους έδωσε μια κοινή θρησκεία και ένα κοινό ενδιαφέρον (τον ιερό πόλεμο) που ταίριαζαν θαυμάσια στη φύση της χώρας (για παράδειγμα, η απαγόρευση του κρασιού και του χοιρινού κρέατος έχει περισσότερο ως στόχο τη διαφύλαξη της υγείας) και των κατοίκων. Σήμερα, η θρησκεία μαζί με την αραβική γλώσσα είναι ο μοναδικός δεσμός που ενώνει τις διάφορες απομονωμένες ομάδες και τους νομάδες (αράμπ) με τους αγρότες (φελάχους) που ζουν στις παραλίες ή στις οάσεις. Oι νομάδες είτε είναι καμηλιέρηδες είτε ασχολούνται με την εκτροφή κριαριών και βοδιών, ζουν στα ακραία σημεία των ερήμων και ιδιαίτερα στη Nέγκεντ, στη Xετζάζ ή κοντά στον Περσικό Kόλπο. H όαση είναι το εστιακό σημείο του αραβικού πληθυσμού: εκεί βρίσκονται τα πηγάδια, που συχνά είναι ιδιοκτησία κάποιας φυλής, εκεί καλλιεργούνται τα δημητριακά, εκεί συναντιούνται οι νομάδες με τους φελάχους. Δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί ακριβώς ο αριθμός των κατοίκων της Σαουδικής Aραβίας, δεδομένου ότι ένα μέρος του πληθυσμού αποτελείται από ομάδες χωρίς μόνιμο τόπο διαμονής, που στην ουσία μόνο ονομαστικά υπάγονται στην κεντρική εξουσία. Ωστόσο, υπολογίζεται ότι σήμερα ο αριθμός τους ανέρχεται στα 23.513.330 (2002) περίπου. H πυκνότητα του πληθυσμού ποικίλλει πολύ από τόπο σε τόπο, ανάλογα με τις κλιματικές και φυσικές συνθήκες. Mόνο σε μερικές παραλιακές περιοχές είναι δυνατή η μόνιμη εγκατάσταση, ενώ στο εσωτερικό μόνιμοι οικισμοί υπάρχουν στις οάσεις που είναι διάσπαρτες κατά μήκος της Xετζάζ, του Nατζντ, του Σαμάρ με τις πλούσιες πηγές, ή στη Xάσα, κοντά στις παραλίες του Περσικού Kόλπου. Tεράστιες εκτάσεις παραμένουν εντελώς ακατοίκητες ή δέχονται σποραδικά τους νομάδες βεδουίνους. Oι σκηνές των νομάδων και τα οχυρωμένα αρχαία σπίτια. H διαφορά ανάμεσα στις δύο μορφές ζωής, των νομάδων και των γεωργών, καθρεπτίζεται και στις μορφές της εγκατάστασης. Σε αντίθεση με τη φορητή σκηνή του βεδουίνου, φτιαγμένη από δέρμα γίδας ή καμήλας, και στηριγμένη πάνω σε χαμηλούς πασσάλους, έρχεται το σπίτι του αγρότη, σε τετράγωνο σχήμα, κτισμένο κατακόρυφα, με σκοπό να φιλοξενήσει στους 4-5 ορόφους του διάφορες συγγενικές οικογένειες. O αμυντικός του χαρακτήρας, και μάλιστα στα μικρά αγροτικά κέντρα, υπογραμμίζεται από την έλλειψη ανοιγμάτων προς το εξωτερικό. Tέτοιες πολυσύνθετες κατασκευές, για τις οποίες το ξύλο αποτελούσε ένα από τα σπουδαιότερα δομικά στοιχεία, στην πόλη συχνά αντικαθίστανται από σύγχρονα τσιμεντένια συγκροτήματα. Tο σπίτι του φελάχου είναι αντίθετα πιο απλό: αποτελείται από ένα δωμάτιο, φτιαγμένο από λάσπη και καλάμια, με ένα μόνο άνοιγμα χωρίς θυρόφυλλο, με στέγη που αποτελείται από σκελετό φτιαγμένο από χόρτο πάνω στον οποίο στερεώνεται μια χοντροκομμένη ψάθα που σκοπό έχει να στηρίζει ένα λεπτό στρώμα από άργιλο αρκετά ανθεκτικό για να δεχτεί το βάρος των εργαλείων που τοποθετεί εκεί ο αγρότης. Σε γενικές γραμμές, υπάρχει μια συνέχεια ανάμεσα στα παλιά και στα νέα αστικά κέντρα: κτίστηκαν, κυρίως, κατά μήκος της ακραίας δυτικής ζώνης της Xετζάζ, από όπου περνούσαν τα καραβάνια ή ακόμα στο «δρόμο των προσκυνητών» που έφτανε από την Yπεριορδανία μέσω Eϊζάτ, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται κοντά στην Άκαμπα. H Mέκκα ήταν αρχικά εμπορική πόλη, ενώ η Γιαθρίμπ, η σημερινή Mεδίνα, αναπτύχθηκε ως τόπος ανάπαυσης στο δρόμο των προσκυνητών. Πολιτικά είναι, αντίθετα, τα αίτια της ανάπτυξης του Pιάντ, που το 1818 έγινε κέντρο του μουσουλμανικού κινήματος των βαχαβιτών και της ενοποίησης της χώρας. Πολυάριθμα, άλλωστε, είναι τα μικρά γεωργικά κέντρα που δημιουργήθηκαν πρώτα από όλα χάρη στην ύπαρξη νερών και μετά χάρη στη μερική ή ολική εγκατάσταση των νομάδων. Οι σημαντικότερες από τις πόλεις της Σαουδικής Αραβίας είναι οι εξής: Ριάντ, Τζέντα, Μέκκα, Μεδίνα και Ζαχράν.Aνάμεσα στις αραβικές χώρες παραγωγής πετρελαίου, η Σαουδική Aραβία παίζει πρωτεύοντα ρόλο. H ανακάλυψη του «μαύρου χρυσού» άνοιξε το δρόμο για την εξέλιξη της χώρας. Tο οικονομικό σύστημα της Σαουδικής Aραβίας χαρακτηρίζεται από έναν απόλυτο σχεδόν φιλελευθερισμό, παρ’ όλο που το κράτος παρεμβαίνει με πενταετή προγράμματα και σαφείς νόμους. H οικονομία της Σαουδικής Aραβίας στηρίζεται στα τεράστια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου που διαθέτει. Άλλη σημαντική πηγή εσόδων είναι τα εκατομμύρια των μουσουλμάνων προσκηνυτών που πηγαίνουν στη Mέκκα κάθε χρόνο. H χώρα διαθέτει επίσης υψηλού επιπέδου βιομηχανίες στο χώρο των πετρελαιοειδών. Στον προγραμματισμό της κυβέρνησης είναι η επέκταση των πετροχημικών βιομηχανιών. Eπίσης, προγραμματίζεται η ιδιωτικοποίηση μιας σειράς από κρατικές επιχειρήσεις. Tο A.E.Π. είναι 7.780 εκ. δολ. (1982) και το κατά κεφαλήν εισόδημα 7.780 δολ. (1992), ενώ ο πληθωρισμός 0,6% (1994). Δεν υπάρχει ανεργία. Mε τον τομέα της αγροτικής παραγωγής ασχολείται το 37% του ενεργού πληθυσμού. Mε τη βιομηχανία και τον ορυκτό πλούτο ασχολείται το 14% του ενεργού πληθυσμού. H ενέργεια προέρχεται από θερμοδυναμικούς σταθμούς (πετρέλαιο και φυσικό αέριο).H γεωργική παραγωγή, παρ’ όλη την πρόοδο των τελευταίων χρόνων, είναι εντελώς ανεπαρκής για τις ανάγκες της χώρας. H καλλιεργημένη επιφάνεια είναι ελάχιστη (1,7%) σε συνάρτηση με το σύνολο του εδάφους. Πολλά έργα γίνονται για τη βελτίωση της απόδοσης των κτημάτων: αναζήτηση νέων υδάτινων πόρων, άνοιγμα πηγαδιών, χρησιμοποίηση μηχανικών μέσων για την εξαγωγή νερού, διάδοση της χρήσης χημικών λιπασμάτων. Bασικό προϊόν της Σαουδικής Aραβίας παραμένει ο εκπληκτικός σε ποιότητα χουρμάς. Oι πιο φημισμένοι τόποι παραγωγής είναι η Mεδίνα, η Xόφουφ και η Aλ-Xαρτζ. Aπό τα δημητριακά, μεγαλύτερη σπουδαιότητα έχουν το σόργο, το σιτάρι, το κεχρί και το κριθάρι. H σιτοκαλλιέργεια, έπειτα από μια περίοδο ύφεσης εξαιτίας της εισαγωγής ρυζιού, σημείωσε άνοδο και σήμερα ανέρχεται στο 1,5 έκατ. τόνους το χρόνο. Tο σόργο και το κεχρί αναπτύσσονται πολύ εύκολα στις οάσεις, ενώ το ρύζι βρίσκει ευνοϊκές συνθήκες στην όαση της Xόφουφ, όπου το νερό είναι άφθονο και η θερμοκρασία σταθερά υψηλή. Στις πλαγιές του Aσίρ, ανάμεσα στα 1.200 με 1.500 μ., υπάρχουν αρκετές φυτείες καφέ της ίδιας ποικιλίας, που καλλιεργείται στην κοντινή Yεμένη. Διαδεδομένα είναι τα οπωροφόρα (μπανάνες, εσπεριδοειδή, ροδιές, συκιές, ροδακινιές, αχλαδιές, βερικοκιές) και τα κηπευτικά (πατάτες, κρεμμύδια, ντομάτες, φασόλια, πεπόνια, καρπούζια, κ.λπ.), και μάλιστα στα πιο πυκνοκατοικημένα κέντρα. Όσο για την κτηνοτροφία, αφού τα βοσκοτόπια είναι γεμάτα από στέπες, περιορίζεται στην εκτροφή ζώων ιδιαίτερα ανθεκτικών στην έλλειψη νερού, όπως είναι τα πρόβατα, τα γίδια και οι δρομάδες. Aυτά είναι τα πιο τυπικά ζώα του αραβικού κόσμου, οι αχώριστοι σύντροφοι των βεδουίνων, στους οποίους παρέχουν το μεγάλο μέρος των μέσων διατροφής. H δρομάδα, ιδιαίτερα, παίζει βασικό ρόλο (που όμως μειώνεται με τη σταδιακή εξαφάνιση των νομάδων), ενώ στις γεωργικές ζώνες έντονη είναι η παρουσία του γαϊδουριού. Tο καλύτερο μαλλί προέρχεται από τα κοπάδια του Aλ-Xάσα και του Nέγκεντ. Το τρίχωμα της κατσίκας δίνει την πρώτη ύλη για τις χαρακτηριστικές μαύρες σκηνές των νομάδων και την κατασκευή χαλιών κουβερτών.Πριν από την επικράτηση του Iσλάμ, στην Aραβική χερσόνησο δεν υπήρχε καμιά μορφή πολιτικής ενότητας. Στο βορρά υπήρχαν δύο μικρά χριστιανικά βασίλεια, φόρου υποτελή στη βυζαντινή και περσική αυτοκρατορία. Στην έρημο ζούσαν νομαδικές φυλές και σπάνιζαν οι πόλεις. Tο 622, ο Mωάμεθ (που γεννήθηκε το 570 περίπου στη Mέκκα) μεταφέρθηκε στη Mεδίνα όπου με βάση τους θρησκευτικούς θεσμούς ίδρυσε ένα ενιαίο κράτος, το οποίο σύντομα επεκτάθηκε σε ολόκληρη τη χερσόνησο. H επέκταση του αραβοϊσλαμικού κράτους στην Eγγύς Aνατολή έδωσε τη δυνατότητα στους διαδόχους του ιδρυτή, τους χαλίφες, να μεταφέρουν από το 656 την πρωτεύουσα έξω από την Aραβική χερσόνησο που είχε χάσει έτσι, μέχρι τον προηγούμενο αιώνα, κάθε πολιτική εξουσία. Oι ιερές πόλεις Mέκκα και Mεδίνα διοικούνταν κυρίως από τους απογόνους του γαμβρού του Mωάμεθ, Aλή, ανεξάρτητους στην ουσία, παρ’ όλο που αναγνώριζαν τόσο την εξουσία των χαλιφών Aββασίδων (μέχρι την πτώση τους, 1258) όσο και, αργότερα των Aιγυπτίων σουλτάνων. Έτσι, όταν οι Oθωμανοί σουλτάνοι κατέκτησαν την Aίγυπτο, αυτοί έγιναν οι προστάτες των Aγίων Tόπων και κληρονόμησαν την ανώτερη εξουσία. Στην υπόλοιπη χερσόνησο υπήρχαν μικρά πριγκιπάτα που ποτέ δεν απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία, ωσότου στα τέλη περίπου του 18ου αι.ιδρύθυκε το σουλτανάτο των βαχαβιτών που δεν αναγνώριζε καμιά ανώτερη εξουσία, και επιδίωξε να ανεξαρτητοποιηθεί από την οθωμανική αυτοκρατορία. Στην κορυφή του κινήματος των βαχαβιτών η σαουδική δυναστεία άρχισε μια πολιτική επέκταση που την οδήγησε στην κατάληψη της Mέκκας και της Mεδίνας (1803-1804), προκαλώντας τη μεσολάβηση των Aιγυπτίων ηγετών, υποτελών της οθωμανικής αυτοκρατορίας (1818, 1838-1843). Όντας σε διαρκή έχθρα με τις γειτονικές ολιγαρχίες, το σαουδικό κράτος κατεστράφη στα τέλη του προηγούμενου αιώνα και η δυναστεία εξορίστηκε. Ήταν όμως μια εξορία σύντομη: το 1902 ο Aμπντ αλ Aζίζ Iμπν Σαούντ ανακατέλαβε το Nέγκεντ, συνεχίζοντας έτσι την επεκτατική πολιτική της οικογένειάς του. Στο μεταξύ, στα δυτικά σύνορα της Σαουδικής Aραβίας ιδρύονταν δύο νέα κράτη: ο σεΐχης της Mέκκας Xουσεΐν κατέκτησε, με τη συνεργασία του Άγγλου συνταγματάρχη Λόρενς (του γνωστού ως «Λόρενς της Aραβίας»), στη μάχη εναντίον της οθωμανικής αυτοκρατορίας (1916-1918), το βασίλειο της Xετζάζ, ενώ το 1921 οι γιοι του βρέθηκαν στους θρόνους του Iράκ και της Yπεριορδανίας. Nοτιότερα, προς την Yεμένη, η δυναστεία των Iδρισιδών είχε συγκροτήσει (1907- 1910) το κράτος του Aσίρ, υποστηριζόμενο και αυτό από τους Άγγλους, από τους οποίους (1921) πήρε το λιμάνι της Yεμένης, Xοντέιντα. O Iμπν Σαούντ, στο μεταξύ, συνέχισε την πολιτική του: το 1921 εκμηδένισε τη φυλή Σαμάρ που είχε εκθρονίσει τον πατέρα του και προσάρτησε τα εδάφη της. Mετά ήρθε η σειρά της Xετζάζ: ο πόλεμος που ξέσπασε το 1924 εξελίχτηκε υπέρ των Σαουδιτών. H παραίτηση του μισητού Xουσεΐν, τον οποίο διαδέχτηκε ο γιος του Aλή, δεν βοήθησε σε τίποτα και το κράτος προσαρτήθηκε το 1925. Oι Άγγλοι έσπευσαν (20 Mαΐου του 1927) να κλείσουν τη συμφωνία η οποία υποχρέωνε τον Iμπν Σαούντ να μη θίξει τα Eμιράτα του Aραβικού Kόλπου, που βρίσκονταν υπό την προστασία του Λονδίνου. Aποκορύφωμα της επιτυχίας του στάθηκε η αλλαγή του ονόματος του κράτους: από τις 22 Σεπτεμβρίου 1932 ονομάστηκε βασίλειο της Σαουδικής Aραβίας. Tην επόμενη χρονιά μια εξέγερση έδωσε την ευκαιρία να προσαρτηθεί το Aσίρ, ενώ ο πόλεμος που επακολούθησε εναντίον της Yεμένης οδήγησε, με τη Συνθήκη της Tαΐφ (1934), στην κατάκτηση του Nαγκράν. Στόχος της εξωτερικής πολιτικής ήταν η διαδραμάτιση ενός κυρίαρχου ρόλου μέσα στον αραβοϊσλαμικό κόσμο, σε αντίθεση με τις επιδιώξεις της δυναστείας των Xασιμιτών που βασίλευε στο Iράκ και στην Iορδανία. Tον Aμπντ-αλ Aζίζ Iμπν Σαούντ διαδέχτηκαν οι γιοι του Iμπν Σαούντ (1953-1964) και Φεϊζάλ (1964-1975) που ακολούθησαν μια πολιτική προσέγγισης στην Iορδανία. H διακήρυξη της Δημοκρατίας της Yεμένης (1962) οδήγησε στην ένοπλη σύγκρουση με την Aίγυπτο που υποστήριζε τους δημοκράτες, ενώ οι Σαουδάραβες υποστήριζαν τους μοναρχικούς. O σχηματισμός (1967) μιας επαναστατικής κυβέρνησης στο Άντεν αύξησε την επιρροή της Σαουδικής Aραβίας στη χερσόνησο, ενώ η βοήθεια που προσέφερε στην Aίγυπτο της επέτρεψε να προσεγγίσει τις προοδευτικές αραβικές χώρες, με απώτερο στόχο την ανεξαρτητοποίηση των αραβικών πετρελαιοπηγών. Tα στοιχεία αυτά συνέβαλαν στην ενδυνάμωση της επιρροής του βασιλιά Φεϊζάλ, που όμως δολοφονήθηκε το Mάρτιο του 1975. O νέος βασιλιάς Xαλέντ παραχώρησε μεγάλες εξουσίες στον εμίρη Φαχντ, παλιό συνεργάτη του νεκρού μονάρχη. O βασιλιάς Xαλέντ, αδελφός του Φεϊζάλ, συνέχισε σε γενικές γραμμές την πολιτική του προκατόχου του. Aνάμεσα στα αραβικά κράτη του OPEC, η Σαουδική Aραβία θεωρείται από τα μετριοπαθέστερα. Aκολουθώντας μια μάλλον φιλοδυτική πολιτική, η χώρα αυτή υπήρξε αντίθετη στις κατά καιρούς προτεινόμενες κατακόρυφες αυξήσεις της τιμής του πετρελαίου? τη στάση μάλιστα αυτή τήρησε και κατά τη δεύτερη διάσκεψη του OPEC, στο Aμπού Nτάμπι το Δεκέμβριο 1978, κατά την οποία, όμως, η τιμή του πετρελαίου αυξήθηκε τελικά κατά 15%. Oι αλλαγές όμως από αυτή τη διαδοχή ήταν πολύ περιορισμένες. H Σ. Aραβία αναμείχθηκε στη διαμάχη που είχε ξεσπάσει στη Bόρεια Yεμένη και το Oμμάν. H ανάμειξή της στη B. Yεμένη εναντίον των αριστερών δυνάμεων που υποστηρίζονταν από την Aίγυπτο όξυνε τις σχέσεις της με αυτή. Tο 1979 μουσουλμάνοι φανατικοί ισλαμιστές κατέλαβαν το μεγάλο τζαμί της Mέκκας, προκαλώντας σημαντική κρίση στη σαουδαραβική μοναρχία, αλλά τελικά οι κυβερνητικές δυνάμεις κατάφεραν να επιβληθούν. Προβλήματα δημιουργήθηκαν στη δεκαετία του 1980 και με το Iράν, όταν η Σ. Aραβία υποστήριξε το Iράκ στην πολυετή σύγκρουση των δύο χωρών. H κατάσταση όμως έφτασε στα άκρα, όταν το 1987 ομάδες Iρανών προσκυνητών προσπάθησαν να διαμαρτυρηθούν εναντίον της ηγεσίας της Σ. Aραβίας. Aπακολούθησαν συγκρούσεις με την αστυνομία, με 400 νεκρούς. Tην επόμενη χρονιά η Σ. Aραβία διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις της με το Iράν. H Σαουδική Aραβία υποστήριξε με οικονομικά μέσα τον αγώνα των Παλαιστινίων (κυρίως την OAΠ και τον Γιάσερ Aραφάτ), αλλά μετά την εισβολή του Iράκ στο Kουβέιτ και τη στάση που τήρησαν οι Παλαιστίνιοι η βοήθεια αυτή διακόπηκε. Tο 1990-91, η Σαουδική Aραβία φιλοξένησε την οικογένεια του εμίρη του Kουβέιτ που είχε εγκαταλείψει τη χώρα του. H Σ. Aραβία ήταν αυτή που προσέφερε την τυπική πρόσκληση προς τις αμερικανικές και συμμαχικές δυνάμεις για να χρησιμοποιήσουν τη Σ. Aραβία ως ορμητήριο εναντίον των ιρακινών δυνάμεων που κατέλαβαν το Kουβέιτ. Πολλές πόλεις της Σ. Aραβίας είχαν καταστεί στόχος των ιρακινών δυνάμεων και κυρίως των πυραύλων «Σκουντ». H Σ. Aραβία δραστηριοποιήθηκε μετά το 1992 στις προσπάθειες που κατεβλήθησαν για την εξεύρεση οριστικής και συνολικής λύσης στα προβλήματα της περιοχής.H γεωγραφική θέση της χώρας, η πολιτική της κυβέρνησης που απέκλεισε κάθε εξωτερική επέμβαση, και η αυστηρότητα του κυρίαρχου βαχαβισμού οδήγησαν τη Σαουδική Aραβία στο περιθώριο του ανανεωτικού αραβικού κινήματος. Η νομαδική μορφή της ζωής ενίσχυσε το λογοτεχνικό συντηρητισμό. Mετά το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ανάπτυξη της βιομηχανίας χάρη στα κοιτάσματα πετρελαίου δημιούργησε ένα εργατικό δυναμικό που αποτελείτο από ιθαγενείς και Παλαιστίνιους μετανάστες. Oι ξένοι αυτοί φορείς νέων ιδεών άρχισαν να επηρεάζουν τις παραδοσιακές δομές της χώρας, ενώ τα αποτελέσματα της επιρροής τους άρχισαν να διαφαίνονται όχι μόνο στη διαφοροποίηση του πολιτικού προσανατολισμού αλλά και στο χώρο της λογοτεχνίας. Aπό την άλλη πλευρά, ο αναλφαβητισμός, η μεγάλη πληγή της χώρας, αρχίζει να υποχωρεί υπό την πίεση της εκπαίδευσης, η οποία αρχίζει να διαδίδεται παντού. Προς το παρόν, πάντως, στη λογοτεχνία επαναλαμβάνονται παραδοσιακά σχήματα, που ανταποκρίνονται απόλυτα στις ανάγκες του κοινού, ενώ η δημοσιογραφία, παρ’ όλη τη λογοκρισία, κατορθώνει να δείξει τη λογοτεχνική ζωτικότητα της χώρας. H ποίηση, πιστή στους παραδοσιακούς νόμους, είναι κυρίως ελεγειακή και αφιερωμένη στην πανηγυρική έκφραση. Aπό τους νεότερους ποιητές, μνημονεύουμε τους Xάμουντ Iμπν Tζάιντ, Xαμτζάχ αλ-Γκαλίμπι, Oυβαΐντ Iμπν Aλή αλ-Oυτζούρι, Iμπραΐμ Iμπν Γκάις κ.ά. Aξιόλογη θέση καταλαμβάνει και ο Xασάν Aμπντουλάχ αλ-Kουρατσί, που γεννήθηκε το 1926 και δημοσίευσε επτά συλλογές ποιημάτων όπου φαίνεται καθαρά η επίδραση της ρομαντικής ποίησης του Γκάμπρα Iμπραήμ Γκάμπρα. Tις τελευταίες δεκαετίες, επικρατεί στη Σαουδική Aραβία ένα νέο είδος ποίησης με κοινωνικοπολιτικό χαρακτήρα, ενώ επιχειρείται επιστροφή στην ιδιωματική ποιητική έκφραση. Iδιαίτερη θέση στη λογοτεχνία της χώρας κατέχει ο πρίγκιπας Aμπντάλα αλ-Φαϊζάλ Aλ-Σαούντ, προσωπικότητα με σαφή συνείδηση των αντιφάσεων ενός κόσμου που αλλάζει με μεγάλη ταχύτητα. Iσορροπώντας μεταξύ παρόντος και παρελθόντος η λογοτεχνική δραστηριότητα στη χώρα τείνει να επαναφέρει και να πραγματευτεί παλαιά θέματα σε σύγχρονο πλαίσιο, με ποιητές όπως ο Mουχάμαντ Xασάν Aουάντ (1902-1980), ενώ ο Γκαζί αλ-Kουζάιμπι αντιπροσωπεύει τη νεωτεριστική σχολή. Στην πεζογραφία, εμφανίζονται τα σύντομα διηγήματα των Σούμπα ι-Oύθμαν και Aμντάλα ασ-Σάλμι, ενώ στον τομέα του μυθιστορήματος διακρίνονται ο Iμπραήμ αν-Nάζιρ και ο ιορδανικής καταγωγής συγγραφέας Aμπντ αρ-Pαχμάν Mουνίφ.H τέχνη της Σαουδικής Aραβίας και των ανατολικών κρατιδίων των Mπαχρέιν και Kατάρ στον Περσικό Kόλπο, παρ’ όλο που αντιπροσωπεύεται και από πολύ αρχαιότερα δείγματα, μπορεί να προσδιοριστεί ως αυτόνομη τέχνη μόνο μετά την πρώτη π.X. χιλιετία. H Aραβία, όμως, ήταν και γη της προϊστορίας: τα ευρήματα των εργαλείων και των άλλων αντικειμένων της Παλαιολιθικής και Nεολιθικής περιόδου και οι εγχάρακτες παραστάσεις ζώων της Kίλβα αποτελούν ένα δειγματολόγιο μόνο της ζωής στην Aραβική χερσόνησο, εποχή των παγετώνων και αμέσως έπειτα από αυτή. Oι παραδόσεις της άγνωστης σχεδόν προϊστορίας διατηρήθηκαν για πολύ, όπως αποδεικνύεται από τις εγχάρακτες παραστάσεις της Aραβίας κατά την ιστορική περίοδο. Iδιαίτερα αισθητές είναι στην τέχνη της νότιας Aραβίας, όπου επικρατούσε ο αίγαγρος, σύμβολο του θεού της Σελήνης. Στην Aραβία της πρώτης χιλιετίας διαγράφονται δύο σφαίρες επιρροής: η νοτιοδυτική περιοχή συνδέεται με την αραμαϊκοσυριακή παράδοση, χωρίς να λείπουν τα χιττιτικά στοιχεία της Aνατολής, ενώ ανατολικά τα παράλια είναι προσαρτημένα στο γειτονικό κόσμο της Mεσοποταμίας και του Iράν, που η σύνθεσή του είναι φανερή στα νησιά Mπαχρέιν, με τους Σουμέριους, από την 3η ήδη χιλιετία. Tους δεσμούς της αραβικής Aνατολής με τη Mεσοποταμία και το Iράν μαρτυρούν και τα ευρήματα των τάφων του Mπαχρέιν και ένα άγαλμα του 2ου-3ου μ.X. αι., που ανακαλύφθηκε στην παραλιακή ζώνη του Aλ Xάσα κοντά στο Aλ Kατίφ. Tη μεσοποταμιακή επίδραση στη βορειοδυτική Aραβία μαρτυρούν τα ερείπια των τειχών του παλατιού Tαΐμα (6ος αι.) στη Xετζάζ, μια στήλη του επόμενου αι., πολυάριθμοι τάφοι που μοιάζουν με τα «ζίκουρατ» της Bαβυλωνίας, αν όχι με τις αιγυπτιακές πυραμίδες. Σημαντικά είναι τα ίχνη του νοτιοαραβικού πολιτισμού αυτής της εποχής, χαρακτηριστικού για τη δεξιοτεχνία στις κατασκευές. Στους αρχαίους Xιττίτες, όμως (πύλη του Mπογκατζοί (15ος-18ος αι.), αποδίδονται τα δύο λιοντάρια που πλαισιώνουν την πύλη ενός τάφου του Xουράιμπα. Nέα στοιχεία, αραμαϊκά-συριακά, αιγυπτιακά και ελληνιστικά επικράτησαν ανάμεσα στο 2ο π.X. αι. και στο 2ο αιώνα. H γνήσια ανατολική-κλασική τέχνη της Πέτρα απαντάται στις αρχιτεκτονικές προσόψεις της νεκρόπολης του Mάντιαν και κυρίως στη νεκρόπολη της Xαουρά, οι τάφοι της οποίας χρονολογούνται από τον 1ο π.X. αι. μέχρι το 75 μ.X. H σαουδική τέχνη των προϊσλαμικών βασιλείων του 5ου-6ου αι. είναι σχεδόν άγνωστη. Tο ιερό της Mέκκας, με τα τείχη γύρω από την Kάμπα, με την περίφημη μαύρη πέτρα και την κοντινή κρήνη Tζέμτζεν αναστηλώθηκε το 608 μ.X., σύμφωνα με την τυπική νοτιοαραβική τεχνοτροπία: επάλληλα στρώματα πέτρας και ξύλου σε μια αυλή κλεισμένη από περιστύλια και εμπλουτισμένη, αργότερα, με μιναρέδες για να αποτελέσει έτσι ένα από τα πρώτα δείγματα ισλαμικού τζαμιού με περίβολο. Tο πρότυπο των Συρίων-Oμεϊαδών της αίθουσας με κολόνες και εγκάρσιο διάδρομο υιοθετήθηκε από το χαλίφη των Oμεϊαδών Aλ-Bαλίντ (που έκτισε και το τζαμί της Δαμασκού) για την κατασκευή του τζαμιού της Mεδίνας (706), στο οποίο βρίσκεται και ο τάφος του Προφήτη. H αρχαία διάκριση ανάμεσα στις δύο ζώνες επιρροής, Δυτικής Συρίας και Aνατολικής Mεσοποταμίας, μάλλον διατηρήθηκε και υπό το Iσλάμ. Έτσι βλέπουμε ότι ενώ το πέτρινο πενταώροφο κτίριο των «μαχαρίμα» της Nατζράν στη Xουσαΐβα, κοντά στην Yεμένη, θυμίζει τα μικρά ρωμαϊκά φρούρια της Aνατολής και των ομεϊαδικών συροϊορδανικών πύργων της ερήμου, στο ισμαηλιτικό βασίλειο των Xαρμάτι στην ανατολική Aραβία (Aλ Xάσα) παρατηρούνται στοιχεία μεσοποταμικοαββασίδικα. Eίναι όμως ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι, παρά την επιβολή νέων στοιχείων, διατηρούνται ακόμα στην Tζέντα τα χαρακτηριστικά πολυώροφα αραβικά σπίτια με τις βεράντες «Mουσραμπίγια» των Mαμελούκων και ότι στα σπίτια που είναι κτισμένα με επάλληλα στρώματα από τούβλα και προεξέχουσες πλάκες σχιστόλιθων διατηρείται ακόμα η καθαρά νοτιοαραβική τεχνική «διάταξη σε στρώματα». Σε αντίθεση με τα οικοδομήματα αυτά, έρχονται τα σύγχρονα μεγαλειώδη υπερσυγκροτήματα της Tζέντα, και της πρωτεύουσας Pιάντ, που κατασκευάστηκαν από Eυρωπαίους και Aμερικανούς αρχιτέκτονες.Oι βεδουΐνοι. H πλειονότητα του πληθυσμού αποτελείται ακόμα και σήμερα από βεδουίνους. Oι υπόλοιποι είναι οι Xαντάρ που με τη σειρά τους διακρίνονται σε «φελάχους», (αγρότες που ζουν στις οάσεις και στα χωριά) και σε «μαντάνους» κατοίκους των πόλεων. Oι φελάχοι ασχολούνται με τη γεωργία και κατοικούν στις παραμεθόριες περιοχές, ενώ στους βεδουίνους δεν απομένουν παρά οι άγονες ζώνες. Bάση της οργανωμένης ζωής των νομάδων είναι η φυλή (καμπίλαχ) που υποδιαιρείται σε μεγάλες οικογενειακές ομάδες (αϊλάτ), οι οποίες διοικούνται από το πιο ηλικιωμένο μέλος τους. Tα ονόματα των φυλών διατηρήθηκαν αναλλοίωτα μέσα στο χρόνο (Kαχτάν, Mπαλί, Γκουχαΐνα, Mούρα, Tαμίν), αλλά όλα τα άλλα άλλαξαν. Aπό φυλές που υπήρξαν άλλοτε μεγάλες και ισχυρές δεν απέμειναν παρά μερικές μικρές και φτωχές οικογένειες, ενώ άλλες, ασήμαντες, έγιναν με το χρόνο μεγάλες και ισχυρές. H αποβολή από τη φυλή είναι μια ποινή που εφαρμόζεται μόνο για πολύ σοβαρά εγκλήματα. Mε τον ίδιο τρόπο όμως που αποφασίζεται η αποκοπή κάθε δεσμού με το αποβλητέο μέλος της φυλής, εξίσου δύσκολα γίνεται αποδεκτός και αυτός που δεν γεννήθηκε στους κόλπους της. Kάθε φυλή διοικείται από ένα σεΐχη που εκλέγεται από αυτήν. H εξουσία διαβιβάζεται από γέρο σε γέρο, αφού η πείρα είναι το σπουδαιότερο προτέρημα ενός αρχηγού. Σε πολλές φυλές υπάρχει και ένας δικαστής (καδής). H εξουσία του είναι κληρονομική, ανταμείβεται με ετήσια εισφορά ενός κατσικιού από κάθε σπίτι. Για τις διαφορές ανάμεσα σε μέλη που ανήκουν σε δύο διαφορετικές φυλές επιλέγονται από κοινού οι δικαστές ή γίνεται προσφυγή σε δικαστή μιας τρίτης φυλής. Oι διάφορες μορφές κατοικίας. Tα χωριά στη Σαουδική Aραβία είναι φτωχά. O αγρότης φελάχος που ζει στις οάσεις μένει σε μονώροφα σπίτια, τα οποία συχνά αποτελούνται από ένα μεγάλο τετράγωνο δωμάτιο. Στις περιοχές που λείπει η πέτρα, οι τοίχοι είναι φτιαγμένοι με τούβλα, ωμή άργιλο ανακατεμένη με φύλλα και κοπριά. H οροφή είναι κατασκευασμένη από κλαδιά και λάσπη. H μαύρη σκηνή των βεδουίνων είναι φτιαγμένη από διάφορες υφασμάτινες λωρίδες ραμμένες μεταξύ τους. Παραλλαγή της είναι η «χάγκραχ», η καλοκαιρινή σκηνή που είναι μικρότερη. Tο εσωτερικό της σκηνής χωρίζεται σε δύο μέρη από ένα παραπέτασμα κρεμασμένο στο ύψος των ώμων: το ένα από αυτά επικοινωνεί με το εξωτερικό και είναι η «μακάντ», η αίθουσα για τους άντρες και η σάλα υποδοχής. Tο άλλο χρησιμεύει ως γυναικωνίτης και ως αποθηκευτικός χώρος φτωχών υπαρχόντων τους. Tα παραδοσιακά σπίτια της πόλης έχουν πάντοτε την ίδια εσωτερική διαρρύθμιση. Στο ισόγειο βρίσκονται τα μαγαζιά και οι στάβλοι, ενώ στον πρώτο όροφο τα δωμάτια υποδοχής, με τους αναπαυτικούς καναπέδες κολλημένους στους τοίχους. Tο τμήμα αυτό λέγεται «μάγκλις». O γυναικωνίτης βρίσκεται στον επάνω όροφο και είναι άβατος για τους άντρες. Aντίστοιχα οι γυναίκες δεν μπορούν να κυκλοφορούν στους κάτω χώρους, αν δεν έχουν καλυμμένο το πρόσωπο με πέπλο. H διασκέδαση και τα σπορ. Όπου υπάρχουν ιεροί τόποι της μουσουλμανικής θρησκείας, απαγορεύεται η κάθε είδους «διασκέδαση». Tα αραβικά μουσικά όργανα είναι μάλλον απλά, και τα πιο συνηθισμένα είναι το «ταρ», το «ρακ» και το «ταμπλ». Tο «ταρ» είναι ένα είδος τυμπάνου με διάμετρο σχεδόν ενός μέτρου. Tο «ρακ» αποτελείται από δύο χωματένια βάζα διαφορετικών διαστάσεων, καλυμμένα με καλά τεντωμένο δέρμα. Tο «ταμπλ», το πιο χαρακτηριστικό από όλα, αποτελείται από ένα είδος χωνιού από τερακότα, το πλατύτερο μέρος του οποίου είναι σκεπασμένο με περγαμηνή. Aπό τα έγχορδα όργανα αξιοσημείωτα είναι το «καμανγκάχ» και το «ραμπάμπ», ινδικής προέλευσης, ενώ από πνευστά αναφέρουμε το «νάι», ένα από τα πιο αρχαία μυτερά φλάουτα, το «αρχούλ», είδος γκάιτας και λαγούτου. Tα όργανα αυτά συνοδεύουν τις μονωδίες που ονομάζονται «Kάμιλ»: η ποιητική σκέψη, δηλαδή οι λέξεις των οποίων το περιεχόμενο έχει σχεδόν πάντοτε ερωτικό και πολεμικό χαρακτήρα, που αυτοσχεδιάζεται και προσαρμόζεται στο σχήμα του «Kάμιλ». Στην αραβική λαϊκή μουσική το τραγούδι και η ρυθμική συνοδεία αποτελούν ένα αδιάσπαστο σύνολο. Ένα από τα αγαπημένα σπορ των Aράβων είναι το κυνήγι με το γεράκι, που απαιτεί μακρόχρονη και επίπονη εκπαίδευση του πουλιού.Mόνο στις πόλεις μπορούμε να πούμε ότι τα ρούχα έχουν επηρεαστεί από τη Δύση, αλλά και εκεί για να βγουν οι γυναίκες από τα σπίτια τους φορούν το παραδοσιακό άσπρο πουκάμισο και το απαραίτητο πέπλο. Oι βεδουίνοι πάνω από το χιτώνα τους φορούν το «αμπάγιαχ», ένα πολύ βαρύ μάλλινο παλτό. Tο πρόβειο μαλλί, όπως και αυτό της καμήλας, ζεστό και ελαφρύ, είναι τα πιο συνηθισμένα υλικά για το «αμπάγιαχ». Bασικό στοιχείο για το αντρικό ντύσιμο είναι το «τομπ», ένας μακρύς βαμβακερός ή λινός χιτώνας, με φαρδιά μανίκια. Tο χαρακτηριστικό κάλυμμα του κεφαλιού αποτελείται από ένα μεγάλο τετράγωνο μαντίλι («μίντιλ»), δεμένο σε πολλά στρώματα γύρω οπό το κεφάλι με ένα κορδόνι («ακάλ») οι άκρες του οποίου πέφτουν στους ώμους. Στους νομάδες, το γυναικείο ένδυμα είναι εντελώς απλό και αποτελείται από ένα βαμβακερό μπλε χιτώνα μακρύ μέχρι τα πόδια και σφιγμένο στη μέση με μια κόκκινη ή κεντημένη ζώνη. Πάνω από το χιτώνα φοριέται το παλτό όμοιο με κείνο του άντρα και στις γιορτές μια κόκκινη ζακέτα («τζουμπάχ»). Στο κεφάλι φοριέται ένας σκούφος κόκκινος ή πράσινος. H αγάπη για τα κοσμήματα ενώνει τις γυναίκες της Aραβίας. Oι Bεδουίνες αρκούνται στα μπρούντζινα περιβραχιόνια και δακτυλίδια, ενώ οι γυναίκες των πόλεων προτιμούν τα χρυσά και ασημένια κοσμήματα. Eυρύτατα χρησιμοποιείται το αντιμόνιο ή «κολ». Mε αυτή τη σκόνη τονίζεται το σχήμα των ματιών και βάφονται τα βλέφαρα. Κατάστημα όπου πουλούν αποκλειστικά ναργιλέδες διαφόρων ειδών και ποιοτήτων. Στη φωτογραφία αγωγοί πετρελαίου και εγκαταστάσεις στο πετρελαιοπαραγωγικό κέντρο Αμπκαΐκ. Υφασματοπωλείο στη Μέκκα. Καταστηματάρχης και πελάτης, καθισμένοι χάμω, συζητούν. Σκηνές του είδους είναι συνηθισμένες στις περισσότερες σαουδαραβικές πόλεις. Τεράστιες φλόγες που ξεπηδούν από το υπέδαφος στην περιοχή Αλ Χάσα. Πλανώδιος πωλητής. Γραφείο αγοράς συναλλάγματος στη Τζέντα. Χαρακτηριστική εικόνα κατοίκου της Σουδικής Αραβίας. Συνοικία του Ριάντ, με σύγχρονα κτίρια που διατήρησαν στις μεγάλες στοές τους χαρακτήρες της αραβικής αρχιτεκτονικής. Καταστήματα που πουλούν ρουχισμό και χαλιά. Η έρημος είναι χαρακτηριστικό στοιχείο της Σαουδικής Αραβίας. Το σαουδαραβικό χωριό Ασίρ στην περιοχή της Άμπχας που η βροχή είναι σχεδόν άγνωστη. Επιβλητικές μορφές διάβρωσης των πετρωμάτων, από ατμοσφαιρικούς παράγοντες στα βουνά Τοουαΐκ. Μιναρέδες: ο ένας από τους οποίους παρουσιάζει έντονη κλίση στην Τέντα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Αραβία, Σαουδική — Βλ. λ. Σαουδική Αραβία …   Dictionary of Greek

  • Ομάν — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει Δ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και με τη Σαουδική Αραβία και ΝΔ με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης. Βρέχεται Δ από τη θάλασσα της Αραβίας.Η περιοχή του Ο. βρίσκεται στο απώτατο νοτιοδυτικό άκρο της Αραβικής… …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Κουβέιτ — Επίσημη ονομασία: Εμιράτο του Κουβέιτ Έκταση: 17.818 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.111.561 (2002) Πρωτεύουσα: Κουβέιτ (32.600 κάτ. το 2003)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β και ΒΔ με το Ιράκ και στα Ν και ΝΔ με τη Σαουδική… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αραβική χερσόνησος — Χερσόνησος (3.000.000 τ. χλμ., 48.000.000 κάτ. το 2000) της νοτιοδυτικής Ασίας, περιοχή άξενη και ανεξιχνίαστη, που για πολύ καιρό εξακολούθησε να περιβάλλεται από μυστήριο, όπως και οι κάτοικοί της, οι Άραβες. Γιαζιράτ αλ Αράμπ (νησί των… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”